- συμφωνημένος
- η , ο[ν] согласованный; договорный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσύγκειμαι — Α 1. είμαι συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο σημεῑον», Ιώσ.) 2. (η μτχ. ουδ. τού ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσυγκείμενον η προσυμφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σύγκειμαι «είμαι κανονισμένος, συμφωνημένος»] … Dictionary of Greek
πακτείκια — πακτείκια, τὰ (Α) πληρωμή που έχει προσυμφωνηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pacticius «συμφωνημένος»] … Dictionary of Greek
προκαταλλάσσομαι — Α 1. συνδιαλλάσσομαι και γίνομαι διαλλακτικός εκ τών προτέρων 2. συμφιλιώνομαι, συμβιβάζομαι εκ τών προτέρων 3. γίνομαι αντικείμενο προσυμφωνίας 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) προκατηλλαγμένος (για χρόνο) ο εκ τών προτέρων συμφωνημένος, από πριν… … Dictionary of Greek
ρόγα — η / ῥόγα, ΝΜ (στο Βυζ.) α) το βασιλικό ταμείο β) τα φιλοδωρήματα τού αυτοκράτορα προς τους πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες, τους κρατικούς υπαλλήλους και τον λαό γ) ο στρατιωτικός μισθός τών ρογατόρων, δηλ. τών μισθοφόρων στρατιωτών δ) τα… … Dictionary of Greek
συνθηματιαίος — αία, ον, Α συμφωνημένος ή καθορισμένος εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθημα, ατος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σχηματ ιαῖος, σωματ ιαῖος)] … Dictionary of Greek
σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… … Dictionary of Greek
υπότακτος — ον, Α [ὑποτάσσω] συμφωνημένος … Dictionary of Greek
συμφωνούμαι — συμφωνούμαι, συμφωνήθηκα, συμφωνημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: συμφωνούμαι : η παθητική φωνή δεν απαντάται συχνά, σε σχέση με την ενεργητική. Έχει κυρίως την έννοια → είμαι αντικείμενο συμφωνίας … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμφωνώ — συμφώνησα, συμφωνήθηκα, συμφωνημένος 1. έχω τη ίδια γνώμη ή αντίληψη με κάποιον: Δε συμφωνώ με τη γνώμη σου. – Συμφώνησαν στην τιμή πώλησης του σπιτιού. 2. βρίσκομαι σε αρμονία με κάτι: Οι πράξεις του δε συμφωνούν με τα λόγια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)